βουτλώνω

βουτλώνω
βουτλώνω και βουτουλώνω (Μ)
δένω με λουριά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < *βούτλα < λατ. buccula
πρβλ. διαλεκτ. βούκλα «κρίκος που φέρει άγκιστρο, με το οποίο περικλείει τον ζυγό, το άροτρο και τα βόδια»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”